Ενα πρωτογονο ιγκουανα σκυμμενο με ενα κρανιο στη θεση της μουσουδας. Πλασματα εξαφανισμενα εδω και χιλιετιες ζουν στην πραγματικοτητα μεσα μας, διαμορφωνοντας το κορμι και το μυαλο μας, με τ απομειναρια ενος κοσμου εξαφανισμενου εδω και καιρο.
Καμπυλες που αναλογουν στους κυκλους δυο ματιων χωρις περιεχομενο, ενας δισκος στη θεση του κεφαλιου.
Χερια που μοιαζουν με ποδια, με δαχτυλα που καρφωνονται στα κλαδια των δεντρων. Η σπονδυλικη στηλη ευκαμπτη και συναμα επιβλητικη κυρτωνει διευκολυνοντας την αναβαση.
Ανθρωπακια που η υπαρξη τους κρεμεται απο μια κλωστη. Μια πνοη που περναει μεσα απο ενα τυμπανο που περικλειει τη ζωη, οι χτυποι του δηλωνουν την ιδια τη ζωη. Που κρυβεται πισω απο ενα υφασμα. Που αφηνει να φανουν οσα ιχνη επιτρεπουμε ή μας υποχρεωνουν να επιτρεπονται. Σαν την κορυφη ενος παγοβουνου. Ο ογκος χαμενος, βυθισμενος για να μην διαλυθει στο απαστραπτον φως, να μη λερωθει απο τη βρωμια γυρω του.
Το καθρεφτισμα ενος προσωπου σ εναν παραμορφωτικο καθρεφτη. Τον καθρεφτη της ψυχης. Εμφανιζει την αληθεια μας οπως πραγματικα ειναι και οχι οπως την προβαλλουμε, ή οπως την κρυφοκοιταμε μεσα απο χαραμαδες και αλλα καθρεφτακια που φροντιζουμε να προμηθευτουμε για να ομορφαινουν την αληθεια μας. Ενα καλα κρυμμενο δακρυ, ενας πονος, ενας ποθος, μια επιθυμια, μια ανεκπληρωτη ευχη. Ολα καλα κρυμμενα στην εγκεφαλικη λασπη. Ορατα μονο καποια μελη. Ενα χερι, ενα ποδι, ενα κοκαλο, σε περιεργα αφυσικες θεσεις, οπως τα εθαψε και τα διατηρησε η ηφαιστιακη τεφρα της καθημερινοτητας.
Ο καθρεφτης αντανακλα προσωπα καλυμμενα απο λεπια προϊστορικων ψαριων, αποτυπωμενα σε επιφανειες μουντες. Ανεκφραστα και διαπεραστα απομακρα.
Μια αγκαλια που δεν ηρθε ποτε. Δυσκολα μιλας γι αυτο. Κρατας τη μαριονετα που θα παιξει το ρολο σου και της χαριζεις κινηση, συναισθημα, εκφραση, πνοη. Μα ειναι ξυλινη, δεν θα μπορεσει να δειξει ποτε καποιο συναισθημα. Παντα ανεκφραστα απομακρη.
Δαχτυλα ιδια κλαδια. Ριζες που ξεχυνονται στον αερα και δεν σταματανε να διακλαδιζονται προσπαθωντας να σε αρπαξουν.
Σωματα στραμμενα προς ολες τις κατευθυνσεις. Παραμορφωμενα. Με αφυσικη κλιση. Σημαδια μιας κοινωνιας που σε θελει ευχαρη κυνηγο της ευτυχιας. Λαμπερα πολυτελη αυτοκινητα και γκροτεσκα διαμορφωμενα σπιτια, ακριβοπληρωμενες διακοπες στην ακρη της αμμουδιας. Παρεες που αναλωνονται στη συζητηση περι μιας κρισης που οι ιδιες δημιουργησαν, που καταπινουν οσα σερβιρονται με περισση ευκολια, που αποφευγουν να αισθανθουν, γιατι ποναει. Η εικονα της κατ επιφασην ευτυχιας, που αρνειται υποκριτικα πεισματικα να δει οσα δημιουργησε και ψαχνει αποδιοπομπαιους τραγους, αποφευγοντας να κοιταξει καταματα τη σαπιλα που κρυβει μεσα της, αποτυπωμενη στον αχανη ουρανο του διαδικτυου.
Εχει καιρο που το παρον εγινε δυστοπια και το μελλον ειναι αδιαφορο.
Το ανθρωπινο σωμα, μουσικο οργανο. Το εσωτερικο του ενα ηχειο, που αφηνει ν ακουστει η μουσικη που κρυβεται μεσα σε φλεβες, αρτηριες, οστα, οργανα και υγρο. Κακοφορμισμενες μουσικες ουρλιαζουν ματωνοντας τ αυτια.
Κολλας στο αυτι ενα μαγικο ναυτιλο, που φερνει ηχους απο τις αχαρτογραφητες περιοχες των αστρων και επιλεκτικα κλεινεις τα ματια στην ασχημια.
Φορωντας μια πετρινη μασκα, κλεινεις τις εισοδους πληροφοριων για να προστατευσεις το γυαλινο μονοκερο που κοιταζει ενα συννεφο.
Αναμεσα σε ενα στερεο περιβλημα, το κρυο ενος πετρινου ταφου που κλεινει ο καθενας τη μοναξια του.
Μια φορα και δυο φεγγαρια ηταν μια ερημικη παραλια που, με καποιον τροπο και για ανεξηγητους λογους, ειχε σφηνωσει αναμεσα σε δυο βραχια. καποια νεράιδα ειχε στρωσει απαλα μια κουβερτα απο λευκα βοτσαλα κι ο αγαπημενος της ειχε αφησει σε μιαν ακρη (διαλεξε εσυ σε ποια) μια χουφτα αρμυρικια. Τα βραχια φροντιζαν να μην την φτανουν οι αερηδες. Το κυμα το χε ορμηνεψει ο καιρος να φτανει απαλο και να το αγγιγμα του να μοιαζει με φτερο πουλιου (ή τ αναποδο, εσυ επιλεγεις).
Εκει σ αυτη την παραλια μαζευονταν τα ξωτικα και λεγαν ιστοριες καθε βραδυ, με ή χωρις πανσεληνο.
Οταν η νυχτα ηταν σκοτεινη, οι ιστοριες μοιαζαν γεματες φως, κι οταν η σεληνη γεμιζε, ερχοταν κι αυτη, γεματη περιεργεια, ν ακουσει και φωτιζε το μικρο κολπο. Πολλες ηταν οι φορες που κι αυτη μοιραζοταν μαζι τους τις ιστοριες της απο τα μερη τ ουρανου.
Απεμεινα μονη να κοιταζω χωρις να βλεπω, να ακουω χωρις να ακουγεται ο παραμικρος ψιθυρος.
Γυρευω να ξαποστασω στις λεξεις. Γυρευω την αγκαλια τους. Το χαδι ενος δ, τη γλυκα ενος μεσημεριανου ο οπως υπαρχει μεσα στο σε σκεφτομαι, τη ζωντανια ενος πορτοκαλενιου χαμογελαστου ε οταν ακουγεται να λεει γεια.
Ψαχνω ονειρα να ντυσω την πραγματικοτητα να κρυψει τη γυμνια της. Κανω διαδρομες σε περασμενα ονειρα και την αληθεια, προσπαθωντας να καταλαβω και ν αντιμετωπισω ...τον κοσμο, την ειρωνεια του και το σαρκασμο του, τη γλειωδη επιπλαστη καλοσυνη του και τη ντυμενη με το κοστουμι της ευπρεπειας κακια του.
Δεν ξερω αν πρεπει να τον ερμηνευσω ή οχι, ισως γι αυτο δυσκολευομαι. Γι αυτο συνεχιζω ολο και βαθυτερα μεσα στη μοναξια του δασους, ειδικα την ωρα που νυχτωνει και αφηνομαι στις αφηγησεις του αερα, κυριολεκτικα ή μεταφορικα, με αρκετη δοση πια αυτοσαρκασμου και απογοητευσης απο ολους.
Οι λεξεις μας κανουν να χαμογελαμε, γλυκα ή πικρα...
Οι λεξεις δινουν ψυχη στο συμπαν, φτερα στον ανεμο, κανουν τη φαντασια μας να πεταει. Κουβαλαν μεσα τους το ονειρο, την αγαπη, την ελπιδα.
Υπαρχουν λεξεις που χαθηκαν στην αχλη του χρονου, που μοιραστηκαν τις μερες και τις νυχτες τους μαζι μας, που μας συντροφεψαν τα μοναχικα μας βραδια, που μας αγκαλιασαν οταν δεν υπηρχε κανεις διπλα μας.
Που κοβουν την ψυχη μας κομματια, που χορεψαν μαζι μας, που μας ταξιδεψαν.
Λεξεις που δεν εφυγαν ποτε απο το μυαλο μας, που δεν καταφερε ουτε ο χρονος ουτε οι καταστασεις να τις παρουν απο μας. Λεξεις που αφησαν ανεξητηλο το αποτυπωμα τους μεσα μας.
Οι λεξεις ειναι αγριες, ανευθυνες, ελευθερες. Ανηκουν στην προταση μεσα στην οποια παιρνουν πνοη και ζωη.
Λεξεις ομορφες, βαρβαρες, τρυφερες, πικρες. Λεξεις που χαριζεις απλοχερα. Λεξεις που σταζουν απο τις χαραμαδες της ψυχης σου.
Εχουν προσωπικοτητα και χαρακτηρα. Τη δικη τους ιδιοσυγκρασια και κυκλοθυμια. Αλλες αναζητουν περιεχομενο, αλλες κουβαλανε διφορουμενα μηνυματα που ο καθενας αποκωδικοποιει, αναλογα με τη δικη του ιδιοσυγκρασια και συναισθηματικη κατασταση.
Ειναι γεματες απο μακρινες εποχες, αναμνησεις, σχεσεις. Λεξεις τοσο παλιες, οσο σχεδον κι ο χρονος, που συνδεονται με διαφορετικη σειρα, και επιβιωνουν, αιωνιες. Λενε ιστοριες, τη δικη μας ιστορια, δημιουργουν ομορφια, λενε αληθειες. Τις αληθειες αυτου που γραφει, αυτου που διαβαζει ή αυτου που ζει μεσα σε αυτες;
Λεξεις που ακουμπησαν τις πιο ευαισθητες χορδες μας και γιναν δικες μας, προσωπικες. Λεξεις πολυτιμες. Οι λεξεις ειναι σαν ποταμια που πετανε. Ακολουθουν το δικο τους δρομο και φωλιαζουν στο δικο τους χωρο.
Η Βιρτζινια Γουλφ ελεγε οτι μπορεις να τις πιασεις και να τις στοιβαξεις σε ενα χωρο, που τον ονομασαμε λεξικο. Μα στην πραγματικοτητα δεν ζουν εκει μεσα.
Πού κατοικουν οι λεξεις; Στο μυαλο μας.
Ζουν σαν ανθρωποι. Κυκλοφορουν εδω κι εκει, δεν υπακουνε σε ανθρωπινες συμβατικοτητες και δεσμευσεις. Ο καθενας μας τις βιωνει διαφορετικα, με τον δικο του προσωπικο τροπο, τους δινει το δικο του χωροχρονο. Ετσι παροτι κοινες για ολους μας, η καθε μια παιρνει αλλο νοημα, αποκτα αλλη γλυκα ή πικρα ή πονο αναλογα με το ποιος την εξστομιζει. Αναπαραγουμε λεξεις και τις προσφερουμε. Συνηθως δεν τις εννοουμε, κολακευουμε με αυτες τη ματαιοδοξια του αλλου. Σχεδον ποτε, πια, δεν λεμε αληθειες στους αλλους, δε λεμε αληθειες στον εαυτο μας.
Για να ζησουν, ελεγε η θεια Βιρτζινια, χρειαζονται χωρο και χρονο για να γινουν κομματι του ασυνειδητου, να ζησουν μεσα στις ομιχλες μας, θα σου πω εγω. Το δικο μας σκοταδι ειναι το δικο τους φως. Και ειναι αυτο το πεπλο του σκοταδιου που ριχνουμε και αφηνει τις λεξεις να πλησιασουν η μια την αλλη και να δημιουργησουν μαγικες στιγμες, που μας ακολουθουν μια ζωη.
Κι ερχονται καποιες στιγμες που οι λεξεις γινονται ανυπακουες. Βουβαινονται. Αρνουνται να συνεργαστουν και το μονο που κανουν ειναι να ψιθυριζουν...
Κανενας δεν του εδινε σημασια στη γειτονια, ολοι τον απεφευγαν και γελουσαν με τα λογια του. Ηταν ο τρελος της γειτονιας. Ενα βραδυ καθισε μαζι με τους αλλους στο καφενειο της πλατειας, απομερα, σ ενα τραπεζι στη γωνια διπλα απο το τζακι. Η ιδια αδιαφορια τον τυλιξε. Ειχε χρονια να του μιλησει ανθρωπος. Απο τοτε...
Αδειασε μονορουφι το ποτηρι, που του το ξαναγεμισε ο γερος ταβερνιαρης κοιτωντας τον μ ενα χαμογελο αδιορατο. Πανε χρονια που εκοψε κι αυτος παρτιδες μαζι του. Απο τοτε...
Εμεινε παλι μονος , χαμενος στις σκεψεις του ή μηπως ηταν εικονες αυτο που μεσα τους χανοταν; Οραματα μιας ανυπαρκτης εδω και χρονια πραγματικοτητας, που ζωντανευε μονο μεσα στα ονειρα του; Κανεις ποτε δεν εμαθε...
Ενα σπιτι. Κανεις δεν πηγαινε ποτε εκει. Χαμενο μεσα σε μια συσταδα δεντρων που εφταναν μεχρι την παραλια. Ενα μονοπατι οδηγει στη θαλασσα. Τη συναντουσε εκει καθε βραδυ. Ζουσε μονη της. Μια καχεκτικη γατα τριγυρνουσε στα ποδια της. Ενα ακριβο απο φινα πορσελανη σερβιτσιο τσαγιου. Παντα ενα τσαγιερο στη φωτια, χειμωνα καλοκαιρι, περιμενε καποιον να μοιραστει το περιεχομενο του μαζι του, καποιον, που ποτε δεν ερχοταν...
Την πρωτη φορα που την ειδε το φεγγαροφωτο την ελουζε με τρυφεραδα και η εικονα της να κραταει ενα φλυτζανακι στο δεξι χερι, το κεφαλι στραμμενο προς τη θαλασσα εκει που γυαλιζε ενα μονοπατι, σαν να περιμενε καποιον να φανει απο κει -δεν ηξερε ακομη τοτε...- χαραχτηκε στο μυαλο του και του στοιχειωνε τις νυχτες. Μαρμαρωμενη, σαν ψευτικη. Πολλες νυχτες ξαναπηγε και παραφυλλαξε για ν αντικρισει την ιδια εικονα. Ασαλευτη με το βλεμμα στραμμενο στον ασημενιο δρομο στη θαλασσα. Περασε η πανσεληνος και οταν ξαναπηγε τη βρηκε βουτηγμενη στο σκοταδι. Μια βαθια φωνη ακουστηκε κατι να λεει και τρομαγμενος πισωπατησε να μην τον δει. Μια ξαφνικη αστραπη, χωρισε τον ουρανο στα δυο φωτιζοντας το προσωπο της. Η ανασα του κοπηκε απο την ομορρφια της. Ετσι σκοτεινη που την εβλεπε δεν ξεκαθαριζαν τα χαρακτηριστικα του προσωπου της, απο τη μερια που στεκοταν εβλεπε μονο τις σκιες που ετρεχαν στα μαγουλα της. Τα ματια της, γυαλινης κουκλας θαρρεις και η επιδερμιδα πιο λευκη κι απο τις πορσελανινες κουκλες που εβλεπε στα μαγαζια. Υπνωτισμενος εμεινε να περιμενει την επομενη αστραπη που θα φωτιζε το ομορφο προσωπο. και την επομενη βραδια και την επομενη και καθε βραδια απο τοτε. Μα ποτε δεν ερχοταν η αστραπη και το προσωπο παρεμενε με επιμελεια κρυμμενο στα σκοταδια της νυχτας.
Τριγυρνωντας στα σοκακια της πολης ρωτουσε να μαθει για το σπιτι στην παραλια κι ολοι αφου τον κοιτουσαν σφιγγοντας τα χειλη, του ελεγαν
-Εισαι τρελος, δεν υπαρχει σπιτι στην παραλια.
-Ποιο σπιτι, αδερφε, εκει ειναι μονο λασπη και καλαμιες
-Το βλεπεις στα ονειρα σου. οραματα βλεπεις φεγγαροπαρμενε!
Κι εκεινος τοτε ετρεχε μακρια τους λεγοντας
-Δεν ειμαι τρελος, το σπιτι υπαρχει.
Εξαφανιζοταν στα περιχωρα ολη μερα περιμενοντας να πεσει το σκοταδι για να ξαναπαει κοντα της. Χρονια ολοκληρα εκανε την ιδια ερωτηση και επαιρνε την ιδια απαντηση.
Μεχρι που ενα βραδυ, εκει που απογοητευμενο τον εβρισκε για αλλη μια φορα το ροδινο της αυγης, παγωμενο και τρεμοντας απο την πρωινη δροσια, ακουσε παλι εκεινη τη φωνη. Χωρις να ξερει πού, βρηκε το κουραγιο και το θαρρος ξεκινησε να τραγουδαει, οχι τραγουδι, εναν ρυθμο, και η φωνη του απλωθηκε απαλα σαν την παχνη στο τοπιο που επαιρνε να ξημερωνει και τα πυρακτωμενα απο τον ηλιο συννεφα της νυχτας μεριαζαν για να αφησουν τον αφεντη της μερας να κανει τη λαμπρη του εμφανιση. Καθως εστελνε τη μελωδια σ αυτην ακουσε μια φωνη πιο δυνατη τωρα.
-Το εχω ξανακουσει...παλια...αλλα πού;
Ξεθαρρεμενος πλησιασε περισσοτερο απο καθε φορα κοντα της για να την ακουσει να λεει
-Δεν ειμαι συνηθισμενη να μιλαω σε ανθρωπους. Για να σου πω την αληθεια, αρχοντα μου, τωρα πια δεν το χω συνηθειο να μιλω σε κανενα. Εχω να πω κουβεντα χρονια.Το καραβι μου βουλιαξε σε μια καταιγιδα. Ολα οσα θα μαθεις θα ειναι η δικη σου αληθεια.
Εκανε μεγαλη παυση και με το πρωτο φως του ηλιου ειδε το προσωπο της αυλακωμενο απο βουβα δακρυα.
-Φυγε τωρα. Αυριο παλι. Θα ερχεσαι καθε βραδυ την ιδια ωρα και θα σου λεω την ιστορια μου. Οταν τελειωσει, θα φυγω.
Δεν μπορεσε να ξεστομισει λεξη, μονο χάιδεψε με το βλεμμα το προσωπο της και ρουφηξε τα δακρυα της βαθια μεσα του, καταφερε κι αρπαξε μια σπιθα απο το βλεμμα της να τον συντροφεψει ισα με το επομενο βραδυ. Τα λογια της του φανηκαν περιεργα, τον τρομαζαν μα συναμα του αρεσε που θα την εβλεπε καθε βραδυ απο τοσο κοντα που θα μπορουσε ν απλωσει το χερι του για ν αγγιξει τα μαλλια της.
Καθε βραδυ η ιδια ιεροτελεστια, του φαινοταν οτι αργουσε να τον καλεσει κοντα της, καποια βραδια φοβηθηκε οτι δεν θα τον καλεσει, μα σαν απο εναν εσωτερικο μηχανισμο να παιρνει μπρος την ιδια ακριβως στιγμη πριν βγει ο ηλιος τον καλουσε με μια φωνη που ακουγε κι αυτος μεσα του πια.
-Ενα καραβι ηρθε απο τ ανοιχτα κουβαλωντας λαμπερα πετραδια που δεν ειχε δει ανθρωπου ματι και το ψαροχωρι βαλθηκε να τα κανει δικα του, ενιωσε πως του ανηκαν. Ενα βραδυ που οι ουρανοι ειχαν ανοιξει και αστραπες εσκιζαν τον ουρανο, εστησαν παγιδα στους πειρατες, μεθωντας τους στο καπηλειο και τους σφαγιασαν. Ολους. Ορμηξαν στο καραβι και γεμισαν σεντουκια και ο,τι ειχε ο καθενας με τους θησαυρους. Μεχρι που εφτασαν στην καμπινα του καπετανιου. Σπαζοντας την πορτα μπηκαν για ν αντικρισουν μια γυναικα, μια οπτασια, ενα πλασμα βγαλμενο απο εναν αλλο κοσμο. Αφου σταθηκαν οσο να καταλαβουν τι εβλεπαν την πηραν μαζι τους στην ακτη. Αποφασισαν να μην εχει την ιδια μοιρα με τους υπολοιπους. Αλλα να την κρατησουν για να προφυλλαξουν τους εαυτους τους απο την οργη του καπετανιου. Την εβαλαν σ ενα σπιτι στην παραλια που εβλεπε στο ανοιχτο πελαγο και παραγγειλαν του καπετανιου οτι αν πλησιασει θα εχει και η αγαπημενη του την τυχη των αλλων. Ο καπετανιος θρηνωντας εξαφανιστηκε με το καραβι του αφου ορκιστηκε οτι θα γυριζει κοντα της, να η βλεπει εστω απο μακρια. Απο τοτε καθε πανσεληνο στο δρομο του φεγγαριου ερχεται το καραβι του κι αυτος απο την πλωρη παιρνει μαζι του χρονια τωρα το προσωπο της που το φωτιζει τ ολογιομο φεγγαρι κι η λαμψη της αστραπης. Ειναι μαζι της για λιγες ωρες καθε που φωτιζει τον ουρανο ο δισκος της σεληνης. Ποτέ δεν πλησιασε, απο φοβο μην της πειραξουν μια τριχα απο τα μαλλια, οταν ερχεται ομως παντα σιγοψιθυριζει μια μελωδια, για να της δειξει οτι ειναι εκει μεσοπελαγα, δεν την ξεχασε.
Ακουγε χωρις ανασα τη γυναικα να του λεει την ιστορια κι ενας κομπος ειχε κλεισει το λαιμο του. Πριν προλαβει να παρει ανασα, η γυναικα αφησε το φλυτζανι στο πιατακι του, σηκωθηκε και προχωρησε προς τη θαλασσα. Τα γυμνα της ποδια αγγιξαν το νερο και συνεχισε να περπαταει μεχρι που το μακρυ της φορεμα εγινε πορφυρο καθως βραχηκε. Δε σταματησε ουτε τοτε. Συνεχισε μεχρι που το νερο την καταπιε. Δε λυγισε. Σαν κοιταξε τη θαλασσα ειδε ενα ασημενιο μονοπατι να αστραφτει και να οδηγει στην ακρη του φωτεινου δισκου που ελαμπε μεγαλοπρεπα χαριζοντας τις ακτινες του σε οποιον ειχε αναγκη να χαθει σ αυτες και φωτιζοντας το καραβι του κανοντας το να λαμπει μεσα στη νυχτα.
-Μη φευγεις, αγαπη μου, της ψιθυρισε, χρονια περιμενα να μου μιλησεις και να μ αφησεις να σου πω, οσα δεν σου ειπα ποτε, απο τοτε... Καθε πανσεληνο, που ερχομουν για σενα δεν εβρισκα το θαρρος να σε πλησιασω. Δεν εφυγα ποτε, απο τοτε... καθε βραδυ, ειμαι διπλα σου.
Την ιδια στιγμη το κυμα εφερε το μαντηλι της και με μια απαλη κινηση του νερου το ακουμπησε στην παραλια.
Τον βρηκε μερες μετα ο ταβερνιαρης να περιπλανιεται με το βλεμμα αδειο και την καρδια βαρια και του πε την ιστορια του τρελου που εβλεπε ενα σπιτι στα ονειρα του... Εβγαλε απο την πουκαμισα του και του δειξε τη φωτογραφια της, οπως ηταν... τοτε το ωραιο προσωπο της, οταν αστραφτε.
- «Μα ο τρελός ήρθε, μίλησε και είπε,
πως το σπίτι που βλέπω στα όνειρά μου
υπάρχει...
ότι υπάρχει ο δρόμος που οδηγεί εκεί δίπλα απ' τη θάλασσα
και ότι το κορίτσι στη φωτογραφία υπάρχει.
ότι είναι ωραίο το πρόσωπό της έτσι όπως φαίνεται κάθε φορά που αστράφτει».
Φοβοταν τους κεραυνους, γι αυτο εμεινε εκεινο το βραδυ και δεν ηρθε μαζι μου.
Ξεφλουδισε τη λαμπερη πανοπλια και διαβασε στο μισοσκοταδο υπο το φως της νεογεννητης σεληνης, οσα ενα δαχτυλο εγραφε αχνα στη σκονη του πιανου, λησμονημενα λογια:
...περηφανος και στητος στεκει αγερωχος ο φθογγος -ρ- απολυτος και αυστηρος. Μια καμπυλη -που συναντησε αργα στη ζωη του- εμελλε να τον μαλακωσει και να του χαρισει μια πληροτητα που ποτε του πριν δεν ειχε ονειρευτει. Ετσι συμπληρωσε με περηφανια τον εΡωτα και απο τοτε εγινε το Ρ του ερωτα.
Ενα νερενιο συννεφο, που πηρε ο,τι σχημα διαλεξε η φαντασια της στιγμης.
Ενα ονειρο που σε ταξιδευει.
Ενα βλεμμα που χανεται μεσα στο δικο σου.
Τα φτερα που αφησες πισω γιατι δεν τα πιστεψες.
Οι ξοβεργες στις μυστικες συνομιλιες των αστρων.
Η παλιρροια που κινειται αδιακοπα.
Η αγαπη σου θα με συναντησει στις αμμοθινες, στα κυματα του ωκεανου, εκει που η θαλασσα αγγιζει τον ουρανο...
Εκλεισε το βιβλιο και απεμεινε να κοιταζει το σκοταδι λες και κατι περιμενε...
μετα θυμηθηκε οτι δεν ειχε τιποτα να περιμενει και χαμογελασε...