Είχε περάσει προ πολλού η πρώτη νιότη της. Το μυαλό της ένα συνοθύλευμα από μνήμες, ένα κουβάρι από ανεκπλήρωτα όνειρα.
Βολεύτηκε καλύτερα στην πολυθρόνα και άφησε το ελαφρύ αεράκι να τη χαϊδέψει. Η νύχτα του μεσοκαλόκαιρου είχε προχωρήσει πολύ. Ο χώρος γύρω της άδειος.
Τιποτα δε μένει ίδιο. Όλα τελειώνουν. Ένα δάκρυ κύλησε για όσα δεν έκανε και δεν είπε με αυτούς που έφυγαν. Φύλαγε τις θύμησες σε κουτάκια για να μην μπερδεύονται, αλλά τελευταία όλα ανακατεύονταν και η μια εικόνα ακολουθούσε την άλλη, χωρίς καμιά χωροχρονική σχέση μεταξύ τους. Κι η ίδια με την κάμερα στο χέρι, ξένη στην ίδια της τη ζωή να παρακολουθεί. Γεγονότα και σκέψεις δικές της αποκτούσαν δική τους πνοή και πλέκονταν μεταξύ τους σ' έναν ιστό που έκανε όλο και πιο δύσκολη την εύρεση της καθαρότητας που της ήταν πολύτιμη για τη διατήρησή της στον κόσμο των λογικών. Εικόνες και πρόσωπα της ζωής της εγλωβίζονταν το ένα μέσα στο άλλο και αποκτούσαν θαυμαστή αυτονομία. Η κάμερα κατέγραφε και αυτή προσπαθούσε να διαχωρήσει τις σκηνές, μα τίποτα δεν φαινόταν ικανό ν' αναχαιτίσει το βύθισμα. Μέχρι που όλα ακινητοποιήθηκαν. Στο κάδρο αποτυπώθηκε ένα πρόσωπο.
Πλησίασε. Ηταν ένας πίνακας. Τον άγγιξε. Η επιφάνειά του ήταν τραχιά, αλλά η ζεστασία του κόκκινου χρώματος που απλωνόταν στο κάτω τμήμα του την άγγιξε. Κρατώντας την κάμερα άπλωσε τα δάχτυλά της και τα έσυρε πάνω στον καμβα του. Ανατρίχιασε. Τα ματια της βυθιστηκαν στα ματια του πινακα. H θλιψη που αντικρισε της ηταν γνωστη. Στη μια ακρη του πινακα ηταν ριγμενη μια μασκα. Την αναγνωρισε αμεσως. ηταν αυτη που φορουσε στην παρασταση. Τη μονη παρασταση της ζωης της. Χαμογελασε καθως θυμησες απο το ξεγνοιαστο κομματι της ζωης της απλωθηκαν στο μυαλο της. Ο Μαρκος στο πλάι της, οι συγγενεις , οι φιλοι, ολοι χαμογελαστοι να συμβαλλουν στην τελευταια πραξη του δραματος. Χειροκροτηματα, ευχες, γελια και μετα ο ηχος ενος αργεντινικου ταγκο να γεμιζει τον αερα και τους ταξιδευει σε εποχες που ολα φαινονταν να κυλανε μονα τους. Το παθος και η πικρα σφιχταγκαλιασμενα σ' ενα σμιξιμο περα απο το χρονο και το χωρο. Τοτε ηταν που ενιωσε το κρυο του σωματος να τη διαπερνα. Πρωτα στ ακροδαχτυλα, μα γρηγορα μέσω των νευρικων αποληξεων παντου.
Βολεύτηκε καλύτερα στην πολυθρόνα και άφησε το ελαφρύ αεράκι να τη χαϊδέψει. Η νύχτα του μεσοκαλόκαιρου είχε προχωρήσει πολύ. Ο χώρος γύρω της άδειος.
Τιποτα δε μένει ίδιο. Όλα τελειώνουν. Ένα δάκρυ κύλησε για όσα δεν έκανε και δεν είπε με αυτούς που έφυγαν. Φύλαγε τις θύμησες σε κουτάκια για να μην μπερδεύονται, αλλά τελευταία όλα ανακατεύονταν και η μια εικόνα ακολουθούσε την άλλη, χωρίς καμιά χωροχρονική σχέση μεταξύ τους. Κι η ίδια με την κάμερα στο χέρι, ξένη στην ίδια της τη ζωή να παρακολουθεί. Γεγονότα και σκέψεις δικές της αποκτούσαν δική τους πνοή και πλέκονταν μεταξύ τους σ' έναν ιστό που έκανε όλο και πιο δύσκολη την εύρεση της καθαρότητας που της ήταν πολύτιμη για τη διατήρησή της στον κόσμο των λογικών. Εικόνες και πρόσωπα της ζωής της εγλωβίζονταν το ένα μέσα στο άλλο και αποκτούσαν θαυμαστή αυτονομία. Η κάμερα κατέγραφε και αυτή προσπαθούσε να διαχωρήσει τις σκηνές, μα τίποτα δεν φαινόταν ικανό ν' αναχαιτίσει το βύθισμα. Μέχρι που όλα ακινητοποιήθηκαν. Στο κάδρο αποτυπώθηκε ένα πρόσωπο.
Πλησίασε. Ηταν ένας πίνακας. Τον άγγιξε. Η επιφάνειά του ήταν τραχιά, αλλά η ζεστασία του κόκκινου χρώματος που απλωνόταν στο κάτω τμήμα του την άγγιξε. Κρατώντας την κάμερα άπλωσε τα δάχτυλά της και τα έσυρε πάνω στον καμβα του. Ανατρίχιασε. Τα ματια της βυθιστηκαν στα ματια του πινακα. H θλιψη που αντικρισε της ηταν γνωστη. Στη μια ακρη του πινακα ηταν ριγμενη μια μασκα. Την αναγνωρισε αμεσως. ηταν αυτη που φορουσε στην παρασταση. Τη μονη παρασταση της ζωης της. Χαμογελασε καθως θυμησες απο το ξεγνοιαστο κομματι της ζωης της απλωθηκαν στο μυαλο της. Ο Μαρκος στο πλάι της, οι συγγενεις , οι φιλοι, ολοι χαμογελαστοι να συμβαλλουν στην τελευταια πραξη του δραματος. Χειροκροτηματα, ευχες, γελια και μετα ο ηχος ενος αργεντινικου ταγκο να γεμιζει τον αερα και τους ταξιδευει σε εποχες που ολα φαινονταν να κυλανε μονα τους. Το παθος και η πικρα σφιχταγκαλιασμενα σ' ενα σμιξιμο περα απο το χρονο και το χωρο. Τοτε ηταν που ενιωσε το κρυο του σωματος να τη διαπερνα. Πρωτα στ ακροδαχτυλα, μα γρηγορα μέσω των νευρικων αποληξεων παντου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου