Παρατηρουσα ωρα πολλη το σπιτι μεσα στο πρασινο. Ενα τετοιο ειχα
βρει στη Ζαγορα σε κακο χαλι ομως. Παρατημενο κι ερειπιο. Τα φαντασματα
του ακομα εκει να τριγυρνανε απο δωματιο σε δωματιο, απο οροφο σε
μπαλκονι και μετα στην αποθηκη. Ποιος ξερει τι ψαχνουν, ποιον γυρευουν,
τι απαντησεις δινουν οταν ρωτανε οι απροσκλητοι επισκεπτες. Δεν ξερω καν
αν ειναι ακομα ορθιο, γιατι ζωντανο ειναι. Μεσα απο τους
μισοχαλασμενους τοιχους ακους τις ανασες και τα μουρμουρητα. Τους
ψιθυρους και τις κραυγες ολων οσοι ειναι εγκλωβισμενοι μεσα στα πετρινα
απομειναρια. Γιατι οι σκιες οσων μενουν σε καθε σπιτι παραμενουν εκει
στο δικο τους κοσμο πολυ μετα αφου εχουν φυγει οι πραγματικοι
ιδιοκτητες. Γινονται αυτες οι κατοχοι του σπιτιου. Μια ακολουθια
διαφανων, λευκων ή μαυρων σκιων που συνωστιζονται αναλογα με τις γενιες
που εμειναν σε καθε σπιτι.
Ασυναισθητα στη φωτογραφια εκανα δεξια να δω τον ηλιο που εκανε τα
συννεφα ροζαλια. Εσκυβα στο γκρεμο να δω το χρωμα της θαλασσας. Πολλες
αποχρωσεις μεχρι το βαθυ μπλε. Το παιχνιδι του βυθου και του ηλιου με τη
θαλασσα.
Εβλεπα το σπιτι. Μοναχικο και αδειο. Δεν βλεπεις δρομο να οδηγει σ αυτο
και ομως υπαρχει ενα μονοπατακι που σε παει κατ ευθειαν στην καρδια του.
Το πρωτο πραγμα που κανεις ειναι να βγεις στο μπαλκονι. Οδηγει τα
βηματα σου ενας ακαθοριστος ψιθυρος που ακους. Το θεαμα σου κοβει την
ανασα και μαγεμενος καθεσαι στο μπαλκονι, προσεχε δεν εχει καγκελα πια,
κι ακους τον ψιθυρο οσο το βλεμμα σου χανεται στο γαλαζιο.
Εδω ηταν που την πρωτοειδε. Σε ενα μπαλκονι. Καθισμενη στο χειλος του, με τα ποδια να κινουνται με την ρυθμικη κινηση του εκκρεμους. Την ακουγε να του λεει ιστοριες και ειχε τα ματια του κλειστα. Του
αρεσε που ηταν διπλα του. Ακουγε το παραμικρο σταματημα της ανασας
της καθως εψαχνε να βρει την επομενη λεξη, ακουγε τη σκεψη της, ηταν
παρων καθως η καθε ιστορια γεννιοταν και ενιωθε και την παραμικρη
λεπτομερεια καθως η μια λεξη ακολουθουσε την αλλη σαν να ηξεραν ακριβως
ποια ειναι η θεση τους.
Τον εβλεπε να χαμογελαει και συνεχιζε:
-Οπτασιες και φαντασματα κυκλοφορουν διαφανα αορατα, οταν πεφτει
το σκοταδι, οταν το νησι μοιαζει να ησυχαζει και το μονο που ακουγεται
ειναι το μουγκκρητο απο τις αλυσιδες των μεγαλων καραβιων. Τοτε ειναι η
ωρα τους. Bγαινουν αθεατα, για να μην τραβουν τα βλεμματα των των
περιεργων εισβολεων, που θεωρουν οτι ο τοπος ειναι δικος τους.
Η καθε οπτασια εχει τη δικη της ιστορια. Kαποιες συμπλεκονται, καποιες
ειναι παραλληλες. Ειναι η μοιρα της ζωης των αλλων, της δικης μας. Να
συμβιωνουμε σε παραλληλες ή τεθλασμενες. Μερικες ζουνε σε ενα παραλληλο
συμπαν. Αυτες οι οπτασιες ειναι και οι πιο ξεχωριστες. Ενω ειναι διπλα
μας, τις αγγιζουμε, τις βλεπουμε, ειναι και σε εναν αλλο κοσμο, εκει δεν
εχουν θεση οι υπολοιποι, τουλαχιστον οχι ολοι, αυτες επιλεγουν ποιοι θα
τις ακολουθουν στον ονειρικο τους κοσμο. Τις φιγουρες αυτες δεν μπορουν
πραγματικα να τις δουν οι αλλοι, νομιζουν οτι τις βλεπουν, αλλα στην
πραγματικοτητα βλεπουν ενα ειδωλο, γιατι δεν ειναι παρα η αντανακλαση
τους αυτο που βλεπουν. Η αντανακλαση του κοσμου των σκιων.
Ιστοριες που δεν βλεπει ο ηλιος
μια ιστορία αγάπης, ή μια αλληγορία της απώλειας
Ενα βραδυ, μ ολογιομο φεγγαρι, μια φιγουρα με ξεπλεκα μακρια
μαλλια, ιδια φιδια, που τα παιρνε ο αερας και εμπαιναν στα ματια της
κρυβοντας τα απο τους περαστικους, σχεδον πετουσε πανω απο τα αγριοχορτα
και τις κοτρωνες. Οποιος ηξερε την απεφευγε, αλλοι ριχνοντας
εξετασκτικες ματιες, αλλοι αδιαφορα. Kατι τους σταματουσε απο το να της
μιλησουν σαν να υπηρχε ενας αορατος τοιχος. Οσοι γνωριζαν, μεριαζαν
αποφευγοντας ακομη και το βλεμμα της.
Πριν απο χρονια, κανεις δεν θυμοταν ποσα, ηταν μια ομορφη ξανθομαλλουσα
ομορφη και χαμογελαστη με γαλανα ματια. Κορη πλουσιας οικογενειας, ο
τοπος τους ανηκε. Μεγαλωσε με οσα θα ηθελε ενα παιδι να μεγαλωσει. Ειχε
πλουτη ομορφια και εμοιαζε με νεράιδα. Της αρεσε να ζωγραφιζει. Οι
παλιοτεροι τη θυμουνται να πηγαινει βολτα με ενα βαλιτσακι στις εξοχες.
Ανοιγε το βαλιτσακι κι εβγαζε απο μεσα πινελα και χρωματα. Δεν μιλουσε
σε κανεναν, αλλα οσοι ειχαν τυχαια δει αυτο που ζωγραφιζε λενε οτι ηταν
γαλαζιες οι ζωγραφιες. Θαλασσες, καραβια, δεντρα, βουνα ολα ειχαν ενα γαλακτωδες γαλαζιο χρωμα που εμοιαζε ονειρικο.
Σε
μια απο τις βολτες της στον ταρσανα την ειδε. Ηταν νεος στη δουλεια,
μολις ειχε ερθει απο την αλλη πλευρα της χωρας. Μεγαλωμενος στο βουνο,
δεν ηξερε τι θα πει θαλασσα. Τον εστειλαν να βρει δουλεια, αλλα το χρωμα
και η κινηση της τον μαγεψαν. Τ ονειρο του πια να μπαρκαρει. Βρηκε
δουλεια στον ταρσανα. Εξυνε και εβαφε τα υφαλα των πλοιων μα την ιδια
ωρα ονειρευοταν να ταξιδευει σε ανοιχτες θαλασσες και τον πελαγισιο αερα
να οργωνει το προσωπο του. Του φανηκε περιεργο που την ειδε να καθεται
στα μπλοκια και να ζωγραφιζει. Ρωτησε, εμαθε γι αυτην, ολα μισολογα και
φρασεις που δεν εβγαζαν νοημα. Οι γεροι τον προειδοποιησαν να μην την
πλησιασει. "Αλαφροϊσκιωτη ειναι. Στον κοσμο της. Κριμα την οικογενεια".
"Κι εχει ενα βλεμμα". Το τελευταιο το διαπιστωσε μολις την αντικρυσε.
Οταν βρεθηκαν προσωπο με προσωπο, τον χτυπησε κεραυνος. Τα ματια της
ειχαν το χρωμα της ανατριασμενης θαλασσας. Σε διαπερνουσε η ματια της,
δεν σε εβλεπε παροτι σε κοιταζε. Λες και ηταν αορατος, σταθηκε για μια
στιγμη μπροστα του, το βλεμμα της εφτασε βαθια μεσα του, αλλα δεν τον
ειδε. Εκανε στο πλάι για να περασει γιατι φοβηθηκε οτι θα περασει
ολοκληρη απο μεσα του. Λες και ηταν αορατος. Της αφησε ενα λουλουδι στο
μπλοκι.
Οταν
ξαναπηγε την αλλη μερα δεν το ειδε. Ενα χαμογελο ελαμψε στο μυαλο του.
Ολο το καλοκαιρι της αφηνε ενα λουλουδι οπου την εβλεπε να καθεται. Την
πλησιαζε πια αρκετα. Δεν της μιλουσε. Μονο στεκοταν και την εβλεπε να
ζωγραφιζει, καθε μερα ολο και πιο κοντα. Δεν τον απετρεπε, αλλα ουτε και
του εδινε σημασια. Μια μερα προσεξε μια κοκκινη κουκιδα σε .οτι
ζωγραφιζε.Λες και ηταν μια σταλα αιματος που αγγιζε ποτε τη θαλασσα,
ποτε ενα καραβι που εστεκε ακινητο μεσοπελαγα, ποτε το μικρο κομματι
στεριας που εκανε την εμφανιση του σε καποια γωνια του καμβα της.
Παρασυρμενος απο την αλλαγη καθισε διπλα της και αφηνε το βλεμμα του να
ταξιδευει πανω της οσο ζωγραφιζε. Εβλεπε τα ματια της να στηλωνονται ή
να κινουνται και μετα το χερι της να οδηγει το καρβουνο ή το μολυβι σε
δρομους που τον εντυπωσιαζαν. Δεν μιλουσε ποτε, αλλα δεν τον πειραζε,
δεν την αφηνε απο τα ματια του. Μετα απο καιρο χωρις να καταλαβει πώς,
την ωρα που ρουφουσε με το βλεμμα του τα χαρακτηριστικα της ενιωσε να
τον κοιταει. Ηταν σαν να περασε ηλεκτρικο ρευμα απο τις φλεβες του με
αποληξη την κεντρικη αρτηρια που εστελνε το αιμα του στον εγκεφαλο.
Απεμεινε να την κοιταζει. Tα ματια της στο χρωμα της ανταριασμενης
θαλασσας. Ενα βαθυ μπλε, σχεδον γκριζο, καλυψε την ψυχη του. Του ειχε
γινει απαραιτητη. Αυτο, να τη βλεπει, να ακουει την ανασα της, να
μυριζει τη μυρωδια της, να βλεπει τα χερια της να κινουνται. Απαλα
αρχισε να της μιλαει. Ουτε ηξερε τι ελεγε. Τοσο σιγα οσο η πνοη του
ανεμου, μην την τρομαξει και του φυγει. Της ειπε για την αυλη του, για
τα πουλια που εβλεπε να ερχονται την ανοιξη, να κανουν φωλιες, να
γεννανε μικρα, να πετανε και να φευγουν με τα πρωτα κρυα. Δεν εδειχνε να
αντιδρα. Μονο καμια φορα γυριζε και τον κοιταζε. Μαλακωμενο το βλεμμα
της. Σπανια στεκοταν πανω του. Τοτε κρατουσε την ανασα του και μολις
γυριζε κατα τη θαλασσα παλι ξαναρχιζε. Oταν ενιωσε ασφαλεια της ειπε τ
ονειρο του. Ενα μπαρκο. Ενα ταξιδι. Μ ενα καραβι. Το γυρο του κοσμου.
Φωτα, λιμανια, ανθρωποι, φωνες.
Tα πρωινα δουλευε με τα σκαφη. Τα αγγιζε και τα μυριζε και τα
ονειρα χορευαν στο μυαλο του ανυπομονωντας να τα μοιραστει μαζι της.
Δεν τον πειραζε που δεν επαιρνε απαντηση. Ειχε πλασει στο μυαλο του τον
ηχο της φωνης της. Απαλη σαν την πρωινη δροσια. Τα απογευματα
εκεινο το καλοκαιρι ηταν δικα της. Χαρισμενα σε αυτο που ενιωθε. Ενιωθε
ευτυχισμενος. Χαμογελωντας και βαζοντας στη σειρα αυτα που ειχε να της
πει. Παραξενευτηκε οταν δεν την ειδε σε κανενα απο τα γνωριμα μερη.
Εψαχνε μεχρι που νυχτωσε. Με την καρδια σφιγμενη την αλλη μερα ρωτησε
για αυτην, του δειξαν το σπιτι στην ακρη του βραχου. Βιαστηκε να παει.
Επρεπε να τη δει, να της μιλησει.
Το σπιτι φαινοταν κλειστο. Τα παραθυρα σφαλιστα. Καμια κινηση. Χτυπησε. Η
ξυλινη πορτα εδειχνε ετοιμη να διαλυθει. Το ξυλο ειχε φουσκωσει, οι
μεντεσεδες εδειχναν να συγκρατιουνται απο τις προκες, εχοντας χασει προ
πολλου την παλια τους αιγλη. Πισω απο ενα παραθυρο διεκρινε μια αμυδρη
κινηση και πριν προλαβει να το σεκφτει η πορτα ανοιξε και βρεθηκε να
κοιταζει μια κυρια περασμενης ηλικιας που με το βλεμμα της τον
προειδοποιουσε οτι δεν ειναι καλοδεχουμενος. Ξεροκαταπιε και τη ρωτησε
για την... Σταματησε αποτομα. Ουτε τ ονομα της δεν ηξερε. Η κυρια εδειξε
να εκνευριζεται. Βιαστηκε να την περιγραψει. Για μια στιγμη δειλιασε
νομιζοντας οτι διεκρινε κατι στο βλεμμα που του αντιγυρισε. Μια φωνη
εκανε και τους δυο να σταματησουν. Ο καθενας για τους δικους του λογους.
" Αστον να περασει". Εκανε στην ακρη και τον οδηγησε σε ενα σαλονι προς
τη φωνη.
Οι τοιχοι
βαμμενοι σωμον. Οι βαριες κουρτινες κλειστες εκαναν το ημιφως να
φαινεται εντονοτερο. Μια μυρωδια γνωριμη εισεβαλε στα ρουθουνια του.
Καδρα κρεμασμενα στους τοιχους. Μια γωνια σκεπασμενη μεχρι πανω με μια
σκουροχρωμη βιβλιοθηκη. Μπροστα της ενα γραφειο. Βιβλια, μια κορνιζα,
ενα πορτατιφ, χαρτια, μελανοδοχειο και μια πενα, ολα τακτοποιημενα λες
και πριν λιγο σηκωθηκε ο ιδιοκτητης του γραφειου και τα αφησε ολα να τον
περιμενουν να επιστρεψει. Μια πολυθρονα μπροστα απο το γραφειο. Αδεια.
Γυρισε το κεφαλι του αναζητωντας την πηγη της φωνης που ακουσε πριν απο
λιγο. Γυναικεια ηταν. Στην αλλη μερια του τοιχοι ενα τζακι απο σκουρο
μαρμαρο. Δεν φαινοταν καμιναδα. Στο γεισο του ειχε φωτογρααφιες με
προσωπα που δεν χαμογελουσαν. Απλα κοιτουσαν το φακο. Ενα του φανηκε
γνωριμο. Ακουσε ενα τριξιμο και κοιταξε προς την κουνιστη πολυθρονα που
ξανατριξε καθως ακολουθουσε την προδιαγεγραμμενη της κινηση σχεδον απο
μονη της. Πλησιασε και σταθηκε στα δεξια της. Τον παραξενεψε οτι
πολυθρονα αντικρυζε τη δευτερη μπαλκονοπορτα με τις κλειστες κουρτινες
αλλα δεν ειπε τιποτα. Ενιωθε περιεργα και η νευρικοτητα τον εκανε να
χανει τη μιλια του. Καθισε, την ειδε περισσοτερο παρα την ακουσε να του
μιλαει. Της ειπε ποιαν ψαχνει. Σιωπη. Τον κοιταξε αργα καρωνοντας τα
ματια της πανω του. Ανατριχιασε. Τα χρονια ηταν σκληρα πανω της. Ο
χρονος ειχε αφησει εντονα τα σημαδια του στο προσωπο της.
-Δεν υπαρχει αυτη που ζητας, σαν κεραυνος εσκασε η φραση στο μυαλο του.
-Μα τη βλεπω καθε μερα, της μιλαω, τη βλεπω να ζωγραφιζει. Μου ειπαν οτι εδω ειναι το σπιτι της.
-Περασαν 20 χρονια απο τοτε που βγηκε καποιος απο εδω μεσα στον εξω κοσμο.
-Μα χθες την ειδα. Ζωγραφισε μια θαλασσα, μ ενα κοκκινο σημαδι στη μεση.
-Δεν ξερω τι ειδες. Εδω μενω μονο εγω και η Mορφω. Ολοι οι αλλοι εφυγαν.
Ειχε
μια αρχοντια πανω της. Οι λεξεις εφευγαν καθαρες αποτο στομα της. αρωμα
παλιας αιγλης την τυλιγε. Αλλα ειχε μια σκληραδα στον τροπο που τονιζε
τις λεξεις. Μια μυρωδια κλεισουρας που τον τυλιξε απο τη στιγμη που
μπηκε στο σπιτι εγινε ακομα εντονοτερη. Ενα συναισθημα που τον επνιγε
εκανε την εμφανιση του και του εσφιξε το λαιμο.
-Ρωτησα και μου ειπαν οτι ...
-Οι ανθρωποι μιαλνε χωρις να ξερουν ή να καταλαβαινουν τι συμβαινει.
-
Μα σας λεω την βλεπω καθε μερα, εδω και καιρο, τη βλεπω, διπλα μου
ζωγραφιζε, αν απλωνα λιγο τα δαχτυλα μου θα αγγιζα τα μαλλια της, ειπε
με ενα ξαφνικο θαρρος που ξεχυλισε
-Μερικες φορες ειναι δυσκολο να καταλαβουμε γιατι συμβαινουν καποια
πραγματα, ομως συμβαινουν. Η οικογενεια μας ηταν η πιο πλουσια του
τοπου. Μεχρι που γεννηθηκε η η Ιολη. ηταν το πιο ομορφο μωρο που ειχε
δει κανεις. Μεχρι τα τρια της μεγαλωνε και ελαμπε μερα με τη μερα ολο
και περισσοτερο. Μεχρι που αρρωστησε. Οταν τη συνεφεραμε, ο γιατρος μας
ειπε πως το παιδι δεν θα ακουγε. Η οικογενεια επεσε σε θρηνο μεχρι που
κατλαβαν ολοι οτι για τη μικρη Ιολη η ακοη δεν ηταν κατι που θα την
εμποδιζε να γινει ενα πλασμα υπεροχο. Ηρθαν γιατροι, ηρθαν δασκαλοι στο
σπιτι και το παιδι εμαθε να μιλαει. Ολοι μας ημασταν ευτυχισμενοι με τις
φωνουλες που εβγαζε, με τα γελια της, τα παιχνιδια που εκανε στον κηπο.
Ξαφνικα στα 10 της ομως ειδε τη μανα της να πεφτει απο το μπαλκονι του
πανω οροφου και απο τοτε δεν ξαναμιλησε, δεν ξανακουσαμε ποτε το γελιο
της. Το μονο που εδειχνε να της δινει μια σταλα χαρας ηταν να
ζωγραφιζει. Σταματησε να μιλαει και χαθηκε στις σκεψεις της. Προσπαθησε
να μιλησει μα δεν βγηκε φωνη απο το στομα του. Περιμενε, ομως.
-Δεν εβγαινε απο το σπιτι. Εκανε βολτες με τα συνεργα της. Εφευγε το μεσημερι και γυριζε με το λυκοφως.
-Αυτο λεω κι εγω. Αναθαρρησε και ισα που χαμογελασε.
-Εκεινη την ανοιξη επεστρεφε με ενα αμυδρο χαμογελο να κρεμεται απο τα χειλη της.
Τα λογια βγηκαν δυσκολα απο το στομα της. Οι λεξεις μια μια τονισμενες με μεγαλες παυσεις αναμεσα τους.
-Κατι
ειχε αλλαξει πανω της, συνεχισε, το εβλεπες. Ενα φως εβγαινε απο μεσα
της και επιτελους καποιες φορες τη βλεπανε να χαμογελαει. Mετα, ολα
εγιναν χωρις να προλαβει κανεις να καταλαβει το πώς και το γιατι.
-Τι συνεβη;
Ακουστηκε τοσο σιγα η ερωτηση. Σαν ψιθυρος.
-Σε
καποια βολτα γνωρισε ενα παλικαρι. Το ειχαν καταλαβει, αλλιως δεν
εξηγουνταν τα χαμογελα και η αλλαγη της διαθεσης. Τον εβλεπε καθε
μερα εκεινη την ανοιξη. Μεχρι που ηρθε το καλοκαιρι και εφυγε.
-Γιατι;
Ενα ρυακι κρυου ιδρωτα κυλησε στην πλατη του και κρατησε την ανασα του περιμενοντας την απαντηση.
-Μπαρκαρε.
Εφευγε ενα καραβι για τις Αντιλες και τον πηραν. Παντα ηθελε να
ταξιδεψει. Τα ταξιδια του τα αποτυπωσε η Ιολη στους πινακες.
Την ιδια στιγμη καποιο αορατο χερι τραβηξε ενα κορδονι και ενα κομματι της κουρτινας
μπροστα στα ματια του μετακινηθηκε για να ζαρωσει στη μια ακρη του
τοιχου. Δεν ηταν, λοιπον, μπαλκονοπορτα σκεφτηκε, αλλα .... τοιχος. Το
θεαμα τον εκανε να σηκωθει και να πισωπατησει. Ολα οσα ηταν μαρτυρας
καθως δημιουργουνταν τοσο καιρο ηταν απλωμενα μπροστα του καλωντας τον
να τα κοιταξει προσεκτικα. Δεν χρειαστηκε να τα επεξεργαστει. τα γνωριζε πινελια προς πινελια.
-
Τους ξερω αυτους τους πινακες. Αυτα ζωγραφιζε ολο τον καιρο. Ημουν εκει, διπλα της.
-Δεν
περασε πολυς καιρος και καταλαβε οτι περιμενε μωρο. Δεν το πε
σε κανεναν. Κανεναν δεν αφησε να καταλαβει τι συνεβη. Ημουν η μονη που
ηξερα την ιστορια. Η μονη που εμπιστευοταν. Τον συναντουσε καθε φορα,
την
ακολουθουσε. Οταν πηγαινε στο αγαπημενο της αγναντι για να απλωσει τα
συνεργα της, ηταν παντα διπλα της. Ανθισε εκεινη την ανοιξη. Τον
λατρεψε. Της μιλουσε για ο,τι βαζει ο νους του ανθρωπου. Χορτασε
ιστοριες, και τον ακουγε, πραγματικα τον ακουγε. Της μιλουσε για τις
θαλασσες κι αυτη ζωγραφιζε. Το μαθε ο πατερας. Εγινε θηριο.
Δε σηκωνε κουβεντα για το ναυτικο. Μαραζωσε. Βουβαθηκα εγω.
Απομακρυνθηκε κι απο μενα.
Eχασα την αγαπη της. Ημασταν σαν φυλακισμενα πουλια στο χρυσο κλουβι
τους. Το κοριτσακι που γεννηθηκε το βαφτισανε εδω, Μορφω, την
ειπανε, μα δεν ειχε τιποτα απο την ομορφια της μανας της. Σαν τη μανα
της, ομως, εβλεπε περα και πισω απο ο,τι βλεπει ο συνηθισμενος ανθρωπος.
Περασε ολη της τη ζωη μεσα στους
τοιχους αυτου του σπιτιου. Δεν βγηκε ποτε εξω. Μερικες φορες καποιοι
ειναι καταδικασμενοι να μην εγκαταλειπουν ποτε τους τεσσερις τοιχους
ενος δωματιου. Η ζωη τους κυλαει με τις κουρτινες παντα κλειστες.
Χαμενοι ; Κερδισμενοι; Ποιος ειναι να πει;
-Και η ... Ιολη; ψιθυρισε σχεδον κρατωντας την ανασα του. Συνειδητοποιησε οτι για πρωτη φορα ελεγε το ονομα της.
-Η Ιολη πεθανε στη γεννα.
Εμεινε ασαλευτος ακουγοντας τα τελευταια της λογια.
-Μα πώς; -Αυτη που συναντουσες καθε απογευμα, εχει
πεθανει εδω και 60 χρονια, του απαντησε και εμεινε να την κοιταζει
αμιλητος, ασαλευτος. Εμοιαζε να χανει τα λογικα του.
-Δεν μπορει. Χθες.... Ηταν αληθινη.... Ακουγα την ανασα της. Ενιωθα τους χτυπους της καρδιας της. Μυριζα τη μυρωδια της.
-Σε κοιταξε ποτε; Ενιωσες οτι σε εβλεπε πραγματικα;
Μυρμηγκιασε ολο του το σωμα. Δεν μπορεσε να απαντησει.
-Οχι. Νομιζες οτι ειναι διπλα σου. Ποτε δεν ηταν. Δεν εισαι ο μονος.
Δεν μπορεσε να συγκρατησει την ανατριχιλα που τον διαπερασε.
-Τι θελεις να πεις... ενιωσε οτι θα σωριαζοταν. Ξαφνικα ενιωσε
οτι γερασε πριν την ωρα του. Μα ρωτουσα να μου πουν γι αυτη, μου
απαντουσαν, μου μιλησαν ανθρωποι γι αυτην.
Γυρισε αργα το κεφαλι της και τον κοιταξε με δυο γαλαζια ματια που εκαναν τη σπονδυλικη του στηλη να ριγησει.
-Σου ειπα τι εγινε μολις μπαρκαρε αυτος. Ειπαμε οτι η Ιολη εφυγε.
Κανεις ποτε δεν την ξαναειδε. Εφυγε νωρις εξαλλου. Τα πρωτα χρονια το μεγαλωμα της Μορφως
ηταν δυσκολο. Αδυναμο πλασμα και φιλασθενο. Ο ναυτικος δεν ξαναγυρισε στο νησι, παρα μονο το επομενο καλοκαρι. Σαν εμαθε τι εγινε δεν ξαναρθε. Δεν μπορουσε να πιστεψει οτι ...
-Εγω τι σχεση εχω με ολα αυτα; Γιατι μου τα λες; Τι συμβαινει εδω μεσα επιτελους; την εκοψε σχεδον θυμωμενος.
Η γρια συνεχισε στηλωνοντας τα ματια στον πινακα με το κοκκινο σημαδι στο κεντρο της θαλασσας. Μια σταλα αιμα μεσα στο πουθενα. Το κοιταξε.Το κοκκινο σημαδι στον πινακα λες και μεγαλωνε.
-Ο ναυτικος, ειπε και σταματησε, εισαι εσυ. Ηρθες πισω για να εισαι κοντα της.
Τα μηνιγγια του εβγαζαν φωτιες. Γελασε μ ενα γελιο που δεν εμοιαζε με ανθρωπινο.
Γυρισε και τον κοιταξε με πυρωμενα ματια. Με μια ξαφνικη κινηση το
δευτερο φυλλο της κουρτινας τραβηχτηκε αποκαλυπτοντας του εναν ακομη
πινακα. Απεμεινε να το κοιταζει χωρις μιλια. Ενα πορτρετο. Ενας νεαρος
αντρας κοιταζε τη θαλασσα που λες και τον ειχε τυλιξει μεσα της. Του
κοπηκε το γελιο. Εμεινε να το κοιταζει. Το ηξερε αυτο το προσωπο. Το
κουβαλουσε μαζι του χρονια τωρα. Ξαφνικα ενιωσε κουρασμενος σαν γερος 80
χρονων. Τα ποδια του δεν τον βαστουσαν. Αναζητησε καπου να καθισει.
Διπλα στο τζακι μια πολυθρονα λες και τον περιμενε απο χρονια. Πηγε προς
τα κει. Κοιτωντας τυχαια το γεισο στο τζακι την ειδε. Η οπτασια που ειχε στοιχειωσει τη ζωη του . Οπως τη θυμοταν απο χθες. Τα ματια της η
θαλασσα κι ο ουρανος μαζι. Στο τζαμι της κορνιζας καθρεφτιστηκε το
προσωπο του και η εικονα που αντιγυρισε το βλεμμα του του ηταν γνωριμη.
Ρυτιδες εσκιζαν το προσωπο του απ ακρη σ ακρη. Ενα προσωπο οργωμενο απο
την αρμυρα της θαλασσας. Απεμεινε παραδομενος να κοιταζει την κοπελα στη
φωτογραφια που τον κοιταζε καταματα, με το καθαριο βλεμμα των ζωντανων.
Θαρρεις και τον καλωσοριζε σε εναν καινουριο κοσμο.
-Σημερα ειναι τα γενεθλια της Μορφως. Σαν σημερα εδω και 60 χρονια. Ζω για να σε περιμενω. Ημουν βεβαιη οτι θα γυρισεις πισω μια μερα. Καλως ηρθες στον κοσμο των σκιων.
-
Οπτασιες και φαντασματα κυκλοφορουν διαφανα αορατα, οταν πεφτει
το σκοταδι, οταν το νησι μοιαζει να ησυχαζει και το μονο που ακουγεται
ειναι το μουγκρητο απο τις αλυσιδες των μεγαλων καραβιων. Τοτε ειναι η
ωρα τους. Bγαινουν αθεατα, για να μην τραβουν τα βλεμματα των των
περιεργων εισβολεων, που θεωρουν οτι ο τοπος ειναι δικος τους.
Η καθε οπτασια εχει τη δικη της ιστορια. Kαποιες συμπλεκονται, καποιες
ειναι παραλληλες. Ειναι η μοιρα της ζωης των αλλων, της δικης μας. Να
συμβιωνουμε σε παραλληλες ή τεθλασμενες. Μερικες ζουνε σε ενα παραλληλο
συμπαν. Αυτες οι οπτασιες ειναι και οι πιο ξεχωριστες. Ενω ειναι διπλα
μας, τις αγγιζουμε, τις βλεπουμε, ειναι και σε εναν αλλο κοσμο, εκει δεν
εχουν θεση οι υπολοιποι, τουλαχιστον οχι ολοι, αυτες επιλεγουν ποιοι θα
τις ακολουθουν στον ονειρικο τους κοσμο. Τις φιγουρες αυτες δεν μπορουν
πραγματικα να τις δουν οι αλλοι, νομιζουν οτι τις βλεπουν, αλλα στην
πραγματικοτητα βλεπουν ενα ειδωλο, γιατι δεν ειναι παρα η αντανακλαση
τους αυτο που βλεπουν. Η αντανακλαση του κοσμου των σκιων.
Το χουν μερικα σπιτια να κρυβουν ιστοριες που δεν τις βλεπει ο ηλιος. Τα φαντασματα
τους ακομα εκει να τριγυρνανε απο δωματιο σε δωματιο, απο οροφο σε
μπαλκονι και μετα στην αποθηκη. Ποιος ξερει τι ψαχνουν, ποιον γυρευουν,
τι απαντησεις δινουν οταν ρωτανε οι απροσκλητοι επισκεπτες.