Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

τα γυαλινα δακρυα

Ενας ηχος σαλευει στα δεντρα, αγγιζει την κρυα επιφανεια και τρομαγμενος ψαχνω να βρω σημαδια ζωης.

- Καλως ηρθες, ακουσα μια φωνη, τοσο απαλη οσο και αποκοσμη.

Εψαξα γυρω μου, μα ιχνος παρουσιας δεν εππιβεβαιωνε την προελευση της φωνης.

- Εδω ειμαι. Σε κοιταζω.

Ενα μικρο ακαθοριστο κατι φαινοταν να ειναι η πηγη.

- Πολλοι ερχονται και στεκονται οπου κι εσυ. Δε μοιαζεις μ αυτους. Δεν ξερω ποιος εισαι, μητε απο που ερχεσαι και τι σε φερνει εδω, μα εισαι ο πρωτος που πραγματικα ειδε.

Χωρις να καταλαβαινω απεμεινα να κοιταζω αυτο το μικρο ακαθοριστο κατι ακριβως κατω απο τα ματια μου και λιγο αριστερα μου.

- Αν εχεις χρονο και θελεις, μπορω να σου χαρισω μια ιστορια. Μα θα ζητησω κι εγω κατι απο σενα.

Οδηγημενος απο την περιεργεια, παροτι κακος μου συμβουλος τις περισσοτερες φορες, απαντησα σαν υπνωτισμενος με ενα νευμα, μη θελοντας να χαλασω τη μαγεια της στιγμης, και, για καποιον ανεξηγητο λογο, χωρις καμιια επιπφυλαξη για αυτο που θα μου ζητουσε.

- Εισαι γενναιος. Περασες την πρωτη δοκιμασια. Δεχτηκες το ανταλλαγμα, χωρις να ρωτησεις τι θα ειναι. Η ιστορια που θα ακουσεις ειναι τοσο παλια οσο κι ο χρονος. Ολοι οσοι υπηρξαν σ αυτην ηταν προσωπα υπαρκτα. Μα απο ενα παιχνιδι της μοιρας, οι αρετες τους τους οδηγησαν στην τραγωδια. Η τραγικη ειρωνεια τους εκανε ν αλλαξουν, καθως μια σειρα απο ατυχη γεγονοτα τους οδηγησε στο βυθο της λιμνης. Ξερεις πώς λεγεται η λιμνη μπροστα σου; Λιμνη της λυτρωσης και υπαρχει μονο ενας δρομος που οδηγει σ αυτην. Ειναι μια ιστορια που λεγαν τα ξωτικα και σαν φυγαν, αφησαν εμενα εδω, να τη λεω σε οποιον περναει τις δοκιμασιες.

Κοιταξα γεματος απορια.

- Τι ειναι αυτο που δεν εχεις ποτέ ενω υπαρχει απειρο;

- Εχω οσο χρονο χρειαζεται για να ακουσω αυτη την ιστορια.

Κερδισα ενα βλεμμα ολο επιδοκιμασια.

- Η απαντηση που εδωσες δειχνει οτι εισαι ετοιμος. Οχι γιατι ανεφερες το χρονο, αυτο θα το εβρισκε ο καθενας, μα γιατι μου χαρισες το χρονο σου και αυτο σε κανει σπανιο. Ολοι νομιζουν οτι ειναι ενα ομορφο τοπιο, απλα ενα ομορφο θεαμα, ενα ακομη ομορφο τοπιο στα εκατομμυρια  που υπαρχουν. Αυτο που το κανει ξεχωριστο, και κανει και σενα ξεχωριστο, ειναι οτι σταθηκες λιγο παραπανω απο ενα κλικ για να ακουσεις οσα εχουν να σου διηγηθουν τα γυαλινα δακρυα.

Με φωνη τοσο απαλη οσο ενα πουπουλο βαλθηκε να αφηγειται.

- Μια φορα και δυο νυσταγμενα και κρυα φεγγαρια,  την πρωτη πανσεληνο της νεας χρονιας την περιμενε. Εκει που ειχαν συμφωνησει. Στην οχθη της λιμνης. Ηταν η λιμνη που τον τραβουσε κοντα της ή η μοιρα επαιζε τα παιχνιδια της...  Ο υδατονος ογκος ηταν κομματι του εαυτου του. Απο τοτε που θυμοταν τον εαυτο του, θυμοταν παντα και αυτη τη λιμνη. Οταν ηταν μικρος ηταν το κρυσφυγετο του, ο χωρος που επαιζε και μαθαινε. Μεγαλωνοντας εγινε το μυστικο του. Απομονωνοταν για να διαβασει, να γραψει, να ακουμπησει οσα σκεφτοταν σε τετραδια που κουβαλουσε παντα μαζι του. Οπου και να πηγαινε αλλου, ενιωθε να  πνιγεται. Μικρα και στεναχωρα. Απο την ιδιοσυγκρασια του ηταν μοναχικος, δεν εκανε παρεα με αλλα παιδια, μεγαλωσε μονος του.  Ο ιδιος δεν το βλεπε ετσι, ειχε τη λιμνη του και ολα οσα κατοικουσαν εκει. Κανεις δεν ηξερε οτι μιλουσε με τα πραγματα. Οι φιλοι του ηταν τα εντομα και μικρα ζωα που εβρισκαν καταφυγιο στους θαμνους ή τα πλασματα της λιμνης. Περνουσε μερες ολοκληρες συζητωντας μαζι τους. Ποτε με μια μελισσα, ποτε μ εναν σκιουρο. Ακομα και καυγαδες εστηνε μαζι τους -σπανια, βεβαια, ειναι η αληθεια. Τα χελια ηταν τα πιο εκνευριστικα, μαζι τους ποτε δεν ειχε καλες σχεσεις. Οταν μεγαλωσε ζωγραφιζε, ολα οσα δεν υπηρχαν γυρω του, ολα τα πλασματα της φαντασιας του, τους εδωσε σχημα και μορφη, απορροφημενος με τις ωρες κοιταζε μονο το χαρτι μπροστα του. Επλαθε ιστοριες για τα πλασματα της λιμνης και ζωγραφιζε στις γωνιες και τα περιθωρια σκηνες απο οσα η φανατασια του τού υπαγορευε. Ιστοριες για την κυρα της λιμνης κι μια περιεργη φιγουρα που ηταν παντα κοντα της αλλα οχι διπλα της. Παντα στην οχθη της λιμνης τοποθετουσε την αντρικη φιγουρα του, παντα μεσα στη λιμνη η γυναικεια.  

Και ειναι ωρα να βαλω στην ιστορια και κεινην.

Ηταν τελος καλοκαιριου. Καθε φορα που την εφερνε ο δρομος απο το μικρο χωριο, κατεβαινε ως τη λιμνη και σταματουσε να τον περιεργαστει. Το φερσιμο του της φαινοταν περιεργο. Ηταν ο,τι πιο αλλοκοσμο ειχε συναντησει στα ταξιδια της, αλλα για καποιον ανεξηγητο λογο, ενιωθε μια οικειοτητα  να τον παρακολουθει πώς αφηνε το βλεμμα του να ταξιδευει στη λιμνη, πώς κρατουσε το πινελο, ποσο απαλα αγγιζε με το μολυβι το χαρτι. Χαμογελουσε καθε φορα καθως επιβεβαιωνοταν οτι θα τον βρει εκει στην οχθη. Ηταν κι εκεινος διαφορετικος οπως κι αυτη. Για καιρο πολυ δεν του μιλουσε, απλα τον κοιταζε, χαμενο σ εναν κοσμο δικο του που επαιρνε μορφη και ηχο, τις σπανιες φορες που διαβαζε φωναχτα οσα ειχε γραψει, και το περιεργο ηταν οταν συγκεντρωνονταν μπροστα του,  για να τον ακουσουν, πλασματα που η ιδια δεν ειχε δει ποτε της.
Μεχρι που ενα παγωμενο απογευμα ενα κυμα στη λιμνη που σηκωθηκε χωρις αερας να χει φυσηξει, τον εκανε να γυρισει και να τη δει. Εμεινε ακινητη, σχεδον κρατωντας την αναπνοη της. Της εκανε νοημα να καθισει κοντα του. Του φανηκε περιεργη, γιατι ενω εδειχνε να εχει ερθει απο τη λιμνη, τα ρουχα της δεν ηταν βρεγμενα. Παροτι αραξενευτηκε, συνεχισε να γραφει και να σχεδιαζει. Του χαμογελασε και τον πλησιασε. Τοτε ηταν που προσεξε οτι το προσωπο της κυρας της λιμνης, που  εδω και καιρο αυτος ζωγραφιζε, ηταν το δικο της  και η αντρικη φιγουρα διπλα  στη γυναικα  της ζωγραφιας, που το φορεμα της ειχε το μπλε χρωμα της λιμνης, ηταν αυτος. Απεμεινε σαστισμενη να τον κοιταζει, ποτε αυτον και ποτε το σχεδιο του. Δεν σταματουσε να γραφει και να σχεδιαζει, δεν σηκωνε το κεφαλι του, δεν μιλουσε. 
Συνεχισε να ερχεται καθε μερα, απο τοτε, και καθοταν παντα αμιλητη διπλα του. Ενα σημειωμα που της εδωσε την εκανε να σαστισει. 
«Ποια εισαι;» τη ρωτουσε στο χαρτακι. «Γραψε μου, δεν ακουω, δεν μπορω να μιλησω». Σαστισε και χαμογελωντας του, σημειωσε στο χαρτι το ονομα της. Καθε μερα ηταν εκει καθισμενη στο πλάι του. Μηνες ολοκληρους. Περνουσαν τις μερες και τις νυχτες μαζι. Στη σιωπη. Ειχαν το δικο τους τροπο να επικοινωνουν.  Οσα ηθελε να της πει της τα εγραφε ή τα ζωγραφιζε. Οσα του ελεγε, του τα εδειχνε ή τα τραγουδαγε συνοδευοντας τα με κινησεις. Τον εμαθε να διαβαζει τα χειλη της, του εδειξε πώς να νιωθει τη μουσικη.  

Σιγα σιγα την ερωτευτηκε. Σιγα σιγα τον ερωτευτηκε. Μα εφτασε η μερα που επρεπε να φυγει για το μακρυ της ταξιδι. Σαν του το ειπε, τον ειδε οτι φοβηθηκε, δεν ηθελε να τη χασει. Του υποσχεθηκε, ομως οτι θα ξαναρθει. 
«Θα γυριζω καθε χρονο  μολις τα  δεντρα θα γεμιζουν χρωματα. Θα χανομαι οταν εμφανιζεται το κιτρινο, μα σαν βγαινουν  τα πολυχρωμα θα ειμαι εδω, μαζι σου ».
Οσο κι αν προσπαθησε να τον ησυχασει, δεν τα καταφερε. Το επομενο πρωι και ολα τα πρωινα εκεινου  του  χειμωνα, ζωγραφιζε μονος στη λιμνη, και το μονο που ακουγαν τα πλασματα  που μαζευονταν γυρω   του ηταν ακαταληπτοι ηχοι και κραυγες.

Μια σκοτεινη χειμωνιατικη νυχτα, με την καρδια σαν ποταμι με τις οχθες ξεχειλες ειχε περασει ωρες ν αφουγκραζεται το τοπιο, χωρις να νιωθει την παρουσια της. Μια κινηση στη λιμνη του τραβηξε την προσοχη. Το χερι που κουνιοταν σ εναν ξεφρενο ρυθμο το γνωριζε. Ηταν αυτο που τον οδηγουσε στα μονοπατια της μουσικης. Ηταν αυτη που τοση ωρα τον φωναζε, ειχε ερθει κι αυτος δεν την εβλεπε. Το χερι της κουνιοταν προσπαθωντας να του τραβηξει την προσοχη. Μεχρι να φτασει κοντα της και να την τραβηξει, ο βυθος την ειχε ηδη κρατησει κοντα του στα σκοτεινα θαλαμια των χταποδιων. Αφεθηκε να βουλιαξει κι ο ιδιος στα νερα, μαζι με την κυρα της λιμνης, ψιθυριζοντας για πρωτη φορα στη ζωη του:
 «Δεν ηρθες, δεν ηρθες ποτέ»...

Την ωρα που το φεγγαρι  ελαμπε, εφτασε στη γνωστη γωνια στην οχθη της λιμνης. Δεν τον ειδε στη θεση που καθοταν παντα. Τον ειδε να χτυπαει μανιασμενα την επιφανεια της λιμνης και ξαφνικα να χανεται απο τα ματια της. Σταθηκε στην οχθη της λιμνης και του φωναξε: 
«Δεν το βρηκες το μηνυμα. Δεν το διαβασες ποτέ». Σηκωσε μια πετρα, που απο κατω της εκρυβε ενα χαρτι διπλωμενο. 
«Μην αφησεις τους φοβους σου να σε τραβηξουν στη λιμνη. Οι φοβοι σου ειναι οι πετρες  που κουβαλας παντα στις τσεπες σου». 

Εκλαψε και τα δακρυα της εγιναν γυαλινοι σταλαγμιτες στις οχθες της λιμνης.

Η κυρα της λιμνης ηταν τεσσερις μηνες το χρονο αναγκασμενη να ακολουθει το βασιλια των νερων στον υγρο ταφο. Ηταν η βασιλισσα των νερων. Μη με  ρωτησεις γιατι. Αυτο ειναι αλλη ξωτικοϊστορια. Ηταν η μοιρα της και την υπακουσε. Εξι μηνες ζουσε πανω στη γη και τους υπολοιπους στο βυθο. Μα αυτος δεν την πιστεψε. Κοιταξε την τελευταια σελιδα στο τετραδιο του. Η φιγουρα του, που παντα ζωγραφιζε στην οχθη της λιμνης, αυτη τη   φορα δεν υπηρχε στο περιθωριο της σελιδας. 

Απο τοτε, καθε χειμωνα,  η κυρα της λιμνης επιστρεφει στο αγαπημενο της σημειο στην οχθη, αφηνει γυαλινους σταλαγμιτες να γυαλιζουν και να παιρνουν τα χρωματα της λιμνης και τ ουρανου. Για λιγο. Για οσο κραταει μια ανασα. Μετα χανεται στη λιμνη μεσα στην  ομιχλη. 

Απεμεινα να κοιταζω τα γυαλινα απομειναρια της ιστοριας και η φωνη συνεχισε:

- Ολοι νομιζουν οτι ειναι ενα ομορφο τοπιο, απλα ενα ομορφο θεαμα, ενα ακομη ομορφο τοπιο στα τοσα που υπαρχουν. Αυτο που το κανει ξεχωριστο και κανει και σενα ξεχωριστο ειναι οτι σταθηκες λιγο παραπανω για να ακουσεις οσα εχουν να σου διηγηθουν τα γυαλινα δακρυα... της Σεληνης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αστερόσκονη.....

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...