photo: Nadezhda Pavlyuchkova |
Μια ζωη ακινητες. Ολοι τις ηξεραν σαν μανα και κορη. Πού τις εχανες πού τις εβρισκες, στο παραθυρο ταμπουρωμενες. Παιρναν μια βολικη σταση κι ηταν ικανες να καθονται εκει ολη μερα. Δεν τους ξεφευγε η παραμικρη κινηση. Ποιος περνουσε, τι φορουσε, πώς κοιτουσε, με ποιον ηταν, ποια ηταν αυτη διπλα του.
Μαλλιοτραβηγματα και φωνες, προσβολες και απειλες αποτελουσαν καθημερινο μενου. Οι νυχιες ηταν σημαδια αιματηρης μαχης μεταξυ τους. Παντα η μια εκανε πισω, κι οσο αφηνε χωρο, η αλλη τον καταλαμβανε. Ετσι απλωθηκε η Σαλαϊδη και ξεσπαθωνε.
Η αλλη θες απο φοβο, θες απο δειλια, υποταχθηκε, κουρνιαζε διπλα της και εμαθε να μην της ξεφευγει ουτε σκια. Οσο κι αν λιγουρευτηκε τους νεοσους που ξεστρατιζαν, ποτε δεν εμπηξε τα δοντια της στην απαλη σαρκα τους. Το βημα που τη χωριζε απο το εξω δεν το εκανε ποτέ. Ισως καλυτερα, φτωχεια, αγριες καταστασεις, πού να παλευεις, σκεφτοταν. Τουλαχιστον, εκει που ηταν, ενα πιατο φαϊ το ειχε και δεν κινδυνευε κιολας. Λιγο το χεις;
Ποτέ δεν αναρωτηθηκαν πώς τις εβλεπαν οι απ εξω και γιατι καποιοι τους χαμογελουσαν κιολας.
Ποιος ξερει τι σκεφτονται ετσι που μας βλεπουν να σκοτωνομαστε. Με τα χαλια σου γελανε, συνηθιζε να λεει η Σαλαϊδη, μισοκλεινοντας τα ματια. Κι ολο μουρμουρανε: γατουλες, γατουλες... ηθελα να ξερα τι κοιτανε... δεν εχουν ξαναδει γατες;