Κανενας δεν του εδινε σημασια στη γειτονια, ολοι τον απεφευγαν και γελουσαν με τα λογια του. Ηταν ο τρελος της γειτονιας. Ενα βραδυ καθισε μαζι με τους αλλους στο καφενειο της πλατειας, απομερα, σ ενα τραπεζι στη γωνια διπλα απο το τζακι. Η ιδια αδιαφορια τον τυλιξε. Ειχε χρονια να του μιλησει ανθρωπος. Απο τοτε...
Αδειασε μονορουφι το ποτηρι, που του το ξαναγεμισε ο γερος ταβερνιαρης κοιτωντας τον μ ενα χαμογελο αδιορατο. Πανε χρονια που εκοψε κι αυτος παρτιδες μαζι του. Απο τοτε...
Εμεινε παλι μονος , χαμενος στις σκεψεις του ή μηπως ηταν εικονες αυτο που μεσα τους χανοταν; Οραματα μιας ανυπαρκτης εδω και χρονια πραγματικοτητας, που ζωντανευε μονο μεσα στα ονειρα του; Κανεις ποτε δεν εμαθε...
Ενα σπιτι. Κανεις δεν πηγαινε ποτε εκει. Χαμενο μεσα σε μια συσταδα δεντρων που εφταναν μεχρι την παραλια. Ενα μονοπατι οδηγει στη θαλασσα. Τη συναντουσε εκει καθε βραδυ. Ζουσε μονη της. Μια καχεκτικη γατα τριγυρνουσε στα ποδια της. Ενα ακριβο απο φινα πορσελανη σερβιτσιο τσαγιου. Παντα ενα τσαγιερο στη φωτια, χειμωνα καλοκαιρι, περιμενε καποιον να μοιραστει το περιεχομενο του μαζι του, καποιον, που ποτε δεν ερχοταν...
Την πρωτη φορα που την ειδε το φεγγαροφωτο την ελουζε με τρυφεραδα και η εικονα της να κραταει ενα φλυτζανακι στο δεξι χερι, το κεφαλι στραμμενο προς τη θαλασσα εκει που γυαλιζε ενα μονοπατι, σαν να περιμενε καποιον να φανει απο κει -δεν ηξερε ακομη τοτε...- χαραχτηκε στο μυαλο του και του στοιχειωνε τις νυχτες. Μαρμαρωμενη, σαν ψευτικη. Πολλες νυχτες ξαναπηγε και παραφυλλαξε για ν αντικρισει την ιδια εικονα. Ασαλευτη με το βλεμμα στραμμενο στον ασημενιο δρομο στη θαλασσα. Περασε η πανσεληνος και οταν ξαναπηγε τη βρηκε βουτηγμενη στο σκοταδι. Μια βαθια φωνη ακουστηκε κατι να λεει και τρομαγμενος πισωπατησε να μην τον δει. Μια ξαφνικη αστραπη, χωρισε τον ουρανο στα δυο φωτιζοντας το προσωπο της. Η ανασα του κοπηκε απο την ομορρφια της. Ετσι σκοτεινη που την εβλεπε δεν ξεκαθαριζαν τα χαρακτηριστικα του προσωπου της, απο τη μερια που στεκοταν εβλεπε μονο τις σκιες που ετρεχαν στα μαγουλα της. Τα ματια της, γυαλινης κουκλας θαρρεις και η επιδερμιδα πιο λευκη κι απο τις πορσελανινες κουκλες που εβλεπε στα μαγαζια. Υπνωτισμενος εμεινε να περιμενει την επομενη αστραπη που θα φωτιζε το ομορφο προσωπο. και την επομενη βραδια και την επομενη και καθε βραδια απο τοτε. Μα ποτε δεν ερχοταν η αστραπη και το προσωπο παρεμενε με επιμελεια κρυμμενο στα σκοταδια της νυχτας.
Τριγυρνωντας στα σοκακια της πολης ρωτουσε να μαθει για το σπιτι στην παραλια κι ολοι αφου τον κοιτουσαν σφιγγοντας τα χειλη, του ελεγαν
-Εισαι τρελος, δεν υπαρχει σπιτι στην παραλια.
-Ποιο σπιτι, αδερφε, εκει ειναι μονο λασπη και καλαμιες
-Το βλεπεις στα ονειρα σου. οραματα βλεπεις φεγγαροπαρμενε!
Κι εκεινος τοτε ετρεχε μακρια τους λεγοντας
-Δεν ειμαι τρελος, το σπιτι υπαρχει.
Εξαφανιζοταν στα περιχωρα ολη μερα περιμενοντας να πεσει το σκοταδι για να ξαναπαει κοντα της. Χρονια ολοκληρα εκανε την ιδια ερωτηση και επαιρνε την ιδια απαντηση.
Μεχρι που ενα βραδυ, εκει που απογοητευμενο τον εβρισκε για αλλη μια φορα το ροδινο της αυγης, παγωμενο και τρεμοντας απο την πρωινη δροσια, ακουσε παλι εκεινη τη φωνη. Χωρις να ξερει πού, βρηκε το κουραγιο και το θαρρος ξεκινησε να τραγουδαει, οχι τραγουδι, εναν ρυθμο, και η φωνη του απλωθηκε απαλα σαν την παχνη στο τοπιο που επαιρνε να ξημερωνει και τα πυρακτωμενα απο τον ηλιο συννεφα της νυχτας μεριαζαν για να αφησουν τον αφεντη της μερας να κανει τη λαμπρη του εμφανιση. Καθως εστελνε τη μελωδια σ αυτην ακουσε μια φωνη πιο δυνατη τωρα.
-Το εχω ξανακουσει...παλια...αλλα πού;
Ξεθαρρεμενος πλησιασε περισσοτερο απο καθε φορα κοντα της για να την ακουσει να λεει
-Δεν ειμαι συνηθισμενη να μιλαω σε ανθρωπους. Για να σου πω την αληθεια, αρχοντα μου, τωρα πια δεν το χω συνηθειο να μιλω σε κανενα. Εχω να πω κουβεντα χρονια.Το καραβι μου βουλιαξε σε μια καταιγιδα. Ολα οσα θα μαθεις θα ειναι η δικη σου αληθεια.
Εκανε μεγαλη παυση και με το πρωτο φως του ηλιου ειδε το προσωπο της αυλακωμενο απο βουβα δακρυα.
-Φυγε τωρα. Αυριο παλι. Θα ερχεσαι καθε βραδυ την ιδια ωρα και θα σου λεω την ιστορια μου. Οταν τελειωσει, θα φυγω.
Δεν μπορεσε να ξεστομισει λεξη, μονο χάιδεψε με το βλεμμα το προσωπο της και ρουφηξε τα δακρυα της βαθια μεσα του, καταφερε κι αρπαξε μια σπιθα απο το βλεμμα της να τον συντροφεψει ισα με το επομενο βραδυ. Τα λογια της του φανηκαν περιεργα, τον τρομαζαν μα συναμα του αρεσε που θα την εβλεπε καθε βραδυ απο τοσο κοντα που θα μπορουσε ν απλωσει το χερι του για ν αγγιξει τα μαλλια της.
Καθε βραδυ η ιδια ιεροτελεστια, του φαινοταν οτι αργουσε να τον καλεσει κοντα της, καποια βραδια φοβηθηκε οτι δεν θα τον καλεσει, μα σαν απο εναν εσωτερικο μηχανισμο να παιρνει μπρος την ιδια ακριβως στιγμη πριν βγει ο ηλιος τον καλουσε με μια φωνη που ακουγε κι αυτος μεσα του πια.
-Ενα καραβι ηρθε απο τ ανοιχτα κουβαλωντας λαμπερα πετραδια που δεν ειχε δει ανθρωπου ματι και το ψαροχωρι βαλθηκε να τα κανει δικα του, ενιωσε πως του ανηκαν. Ενα βραδυ που οι ουρανοι ειχαν ανοιξει και αστραπες εσκιζαν τον ουρανο, εστησαν παγιδα στους πειρατες, μεθωντας τους στο καπηλειο και τους σφαγιασαν. Ολους. Ορμηξαν στο καραβι και γεμισαν σεντουκια και ο,τι ειχε ο καθενας με τους θησαυρους. Μεχρι που εφτασαν στην καμπινα του καπετανιου. Σπαζοντας την πορτα μπηκαν για ν αντικρισουν μια γυναικα, μια οπτασια, ενα πλασμα βγαλμενο απο εναν αλλο κοσμο. Αφου σταθηκαν οσο να καταλαβουν τι εβλεπαν την πηραν μαζι τους στην ακτη. Αποφασισαν να μην εχει την ιδια μοιρα με τους υπολοιπους. Αλλα να την κρατησουν για να προφυλλαξουν τους εαυτους τους απο την οργη του καπετανιου. Την εβαλαν σ ενα σπιτι στην παραλια που εβλεπε στο ανοιχτο πελαγο και παραγγειλαν του καπετανιου οτι αν πλησιασει θα εχει και η αγαπημενη του την τυχη των αλλων. Ο καπετανιος θρηνωντας εξαφανιστηκε με το καραβι του αφου ορκιστηκε οτι θα γυριζει κοντα της, να η βλεπει εστω απο μακρια. Απο τοτε καθε πανσεληνο στο δρομο του φεγγαριου ερχεται το καραβι του κι αυτος απο την πλωρη παιρνει μαζι του χρονια τωρα το προσωπο της που το φωτιζει τ ολογιομο φεγγαρι κι η λαμψη της αστραπης. Ειναι μαζι της για λιγες ωρες καθε που φωτιζει τον ουρανο ο δισκος της σεληνης. Ποτέ δεν πλησιασε, απο φοβο μην της πειραξουν μια τριχα απο τα μαλλια, οταν ερχεται ομως παντα σιγοψιθυριζει μια μελωδια, για να της δειξει οτι ειναι εκει μεσοπελαγα, δεν την ξεχασε.
Ακουγε χωρις ανασα τη γυναικα να του λεει την ιστορια κι ενας κομπος ειχε κλεισει το λαιμο του. Πριν προλαβει να παρει ανασα, η γυναικα αφησε το φλυτζανι στο πιατακι του, σηκωθηκε και προχωρησε προς τη θαλασσα. Τα γυμνα της ποδια αγγιξαν το νερο και συνεχισε να περπαταει μεχρι που το μακρυ της φορεμα εγινε πορφυρο καθως βραχηκε. Δε σταματησε ουτε τοτε. Συνεχισε μεχρι που το νερο την καταπιε. Δε λυγισε. Σαν κοιταξε τη θαλασσα ειδε ενα ασημενιο μονοπατι να αστραφτει και να οδηγει στην ακρη του φωτεινου δισκου που ελαμπε μεγαλοπρεπα χαριζοντας τις ακτινες του σε οποιον ειχε αναγκη να χαθει σ αυτες και φωτιζοντας το καραβι του κανοντας το να λαμπει μεσα στη νυχτα.
-Μη φευγεις, αγαπη μου, της ψιθυρισε, χρονια περιμενα να μου μιλησεις και να μ αφησεις να σου πω, οσα δεν σου ειπα ποτε, απο τοτε... Καθε πανσεληνο, που ερχομουν για σενα δεν εβρισκα το θαρρος να σε πλησιασω. Δεν εφυγα ποτε, απο τοτε... καθε βραδυ, ειμαι διπλα σου.
Την ιδια στιγμη το κυμα εφερε το μαντηλι της και με μια απαλη κινηση του νερου το ακουμπησε στην παραλια.
Τον βρηκε μερες μετα ο ταβερνιαρης να περιπλανιεται με το βλεμμα αδειο και την καρδια βαρια και του πε την ιστορια του τρελου που εβλεπε ενα σπιτι στα ονειρα του... Εβγαλε απο την πουκαμισα του και του δειξε τη φωτογραφια της, οπως ηταν... τοτε το ωραιο προσωπο της, οταν αστραφτε.
- «Μα ο τρελός ήρθε, μίλησε και είπε,
πως το σπίτι που βλέπω στα όνειρά μου
υπάρχει...
ότι υπάρχει ο δρόμος που οδηγεί εκεί δίπλα απ' τη θάλασσα
και ότι το κορίτσι στη φωτογραφία υπάρχει.
ότι είναι ωραίο το πρόσωπό της έτσι όπως φαίνεται κάθε φορά που αστράφτει».
Φοβοταν τους κεραυνους, γι αυτο εμεινε εκεινο το βραδυ και δεν ηρθε μαζι μου.