Εβρεχε καταρρακτωδως μα δεν εδινα σημασια, ουτε ειχα ομπρελα.
Σκουντηξα την πορτα που ετριξε επικινδυνα, προμηνυοντας ασχημα νεα και μπηκα. Ηταν σκοτεινα και χρειαστηκε να περασουν μερικα λεπτα για να συνηθισω στο σκοταδι.
Το σιχαινομαι αυτο το σπιτι. Τα επιπλα του, οι μυρωδιες του. Ποτε δεν το ενιωσα σπιτι. Ηταν παντα "ενας χωρος". Εκει απλα εμενα μεχρι να φυγω ή επεστρεφα για λιγο και εφευγα παντα με το κεφαλι σκυμμενο και τα χειλη σφιγμενα κι αυτο το δακρυ να τρεμοπαιζει αναποφασιστο...
Φοβαμαι. Δεν πρεπει να φοβαμαι. Να ξορκισω το τερας. Αλληλοεμπλεκομενες συναισθηματικες διεργασιες ανακατευονταν προκαλωντας μου ναυτια. Μια τηλεοραση φωναζε απο καπου τις τελευταιες τραγικες ειδησεις για το χρηματοπιστωτικο συμπαν που κατερρεε δημιουργωντας αλυσσιδωτες αντιδρασεις σε ολη την ευρωζωνη. Κοιταξα την παμπαλαια τηλεοραση. Σιωπουσε εδω και χρονια.
Τωρα επερεπε να ανοιξω τις πορτες, τα συρταρια και να ξεδιαλεξω ποια ρουχα, επιπλα και αντικειμενα θα κρατουσα και ποια θα εδινα.
Η ναυτια παντα παρουσα.
Επιστρεφεις μετα απο πολυ καιρο σε γνωριμα μερη ελπιζοντας να βρεις τα παντα οπως τα αφησες, ανεγγιχτα, λες και δεν ακουμπησε πανω τους ο χρονος. Ενα σπιτι κλειστο για μεγαλο διαστημα. Τα σεντονια απλωμενα πανω σε καρεκλες και καναπεδες. Τα χα ριξει να προλαβω τις αναμνησεις, να μη σκονιστουν, ξεροντας οτι θα λειψω για πολυ καιρο.
Ο φοβος σκοτωνει το μυαλο.
Ο φοβος σκοτωνει το μυαλο.
Μουρμουριζα φωναχτα. Παντα το εκανα. Μηχανισμος αυτορυθμισης.
Το παιδικο κρεβατι, νεκροκρεβατο μιας παιδικης ηλικιας προ πολλου περασμενης. Ενας καναπες κρεβατι. Μετα απο πολλα χρονια ανακαλυψα οτι ηταν δυο διαφορετικα επιπλα. Ποτε δεν ειχα κρεβατι. Για αυτο κοιμαμαι ακομα στον καναπε.
Το μεγαλο τραπεζι ροτοντα, που φιλοξενουσε τα σχολικα διαβασματα. Ποτε δεν ειχα γραφειο και οταν απεκτησα κατεληξα να περναω ολη μου τη μερα πανω του. Δεν ηθελα να κρατησω τιποτα απο ολα αυτα. Ουτε καν μνημες.
Βγηκα στο μπαλκονι να παρω αερα. Πνιγομουν. Δεν επρεπε να γυρισω.
Ο φοβος ειναι ο μικρος θανατος που φερνει την τελικη καταστροφη.
Οι αναμνησεις στοιχειωναν.
Οπτασιες και φαντασματα κυκλοφορουν διαφανα αορατα, οταν πεφτει το σκοταδι, οταν ολα φαινομενικα ησυχαζουν. Τοτε ειναι η ωρα τους. Bγαινουν αθεατα, για να μην τραβουν τα βλεμματα των των περιεργων εισβολεων, που θεωρουν οτι μπορουν να φτασουν βαθια σε οσα στοιβαζεις στη σοφιτα.
Θα πρεπει να επιτρεψω στο φοβο να περασει απο πανω μου και οταν φυγει θα κοιταξω μεσα μου για να δω το μονοπατι που διεγραψε.
Η καθε οπτασια εχει τη δικη της ιστορια. Kαποιες συμπλεκονται, καποιες ειναι παραλληλες. Ειναι η μοιρα της ζωης των αλλων, της δικης μας να συμβιωνουμε σε παραλληλες ή τεθλασμενες.
Μερικες ζουνε σε ενα παραλληλο συμπαν. Αυτες οι οπτασιες ειναι και οι πιο ξεχωριστες.
Απο οπου περασει και νεκρωσει ζωτικα κομμματια μου θα πρεπει να τα αφησω να διαλυθουν με τη σειρα τους.
Ενω ειναι διπλα μας, τις αγγιζουμε, τις βλεπουμε, ειναι και σε εναν αλλο κοσμο, εκει δεν εχουν θεση οι υπολοιποι, τουλαχιστον οχι ολοι, αυτες επιλεγουν ποιοι θα τις ακολουθουν στον ονειρικο τους κοσμο. Τις φιγουρες αυτες δεν μπορουν πραγματικα να τις δουν οι αλλοι, νομιζουν οτι τις βλεπουν, αλλα στην πραγματικοτητα βλεπουν ενα ειδωλο, γιατι δεν ειναι παρα η αντανακλαση τους που βλεπουν.
Αυτη του κοσμου των σκιων.
Δεν πρεπει να φοβαμαι. Ο φοβος σκοτωνει το μυαλο.
Ειναι ο μικρος θανατος που φερνει την τελικη καταστροφη.
Θα
πρεπει να του επιτρεψω να περασει απο πανω μου και οταν φυγει θα
κοιταξω μεσα μου για να δω το μονοπατι που διεγραψε. Απο οπου περασει
και νεκρωσει ζωτικα κομμματια μου θα πρεπει να τα αφησω να διαλυθουν με
τη σειρα τους.
Τοτε θα εχω απομεινει εγω.